ἀθρό'

ἀθρό'
ἀθρόα , ἀθρόος
in crowds
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἀθρόα , ἀθρόος
in crowds
neut nom/voc/acc pl
ἀθρόε , ἀθρόος
in crowds
masc voc sg
ἀθρόᾳ , ἀθρόος
in crowds
fem dat sg (attic doric aeolic)
ἀθρόαι , ἀθρόος
in crowds
fem nom/voc pl
ἀθρόᾱͅ , ἀθρόος
in crowds
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁθρό' — ἁθρόα , ἀθρόος in crowds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁθρόα , ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl ἁθρόα , ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl (attic) ἁθρόε , ἀθρόος in crowds masc voc sg ἁθρόε , ἀθρόος in crowds masc/fem voc sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • ομόρροσα — ὁμόρροσα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀθρό[ι]α» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”